- συλλάβισμα
- το , συλλάβισμός ο1) деление слов на слоги; чтение или произнесение по слогам; 2) чтение по складам
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συλλάβισμα — το, Ν συλλαβισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαβίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
συλλαβισμός — συλλαβισμός, ο και συλλάβισμα, το 1. χωρισμός των λέξεων σε συλλαβές. 2. το να διαβάζει κάποιος συλλαβιστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)